- νοσφίδιος
- νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)1. απομακρυσμένος, μακρινός2. κρυφός, μυστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοσφίδιος — clandestine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφιδίων — νοσφίδιος clandestine fem gen pl νοσφίδιος clandestine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσφίδιον — νοσφίδιος clandestine masc acc sg νοσφίδιος clandestine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)